διεπεραιώθη

διεπεραιώθη
διαπεραιόω
take across
aor ind pass 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διαπεραιώνω — (Α διαπεραιῶ, όω) 1. διαπορθμεύω, μεταφέρω στο απέναντι μέρος 2. διακομίζω από τη μια όχθη στην απέναντι αρχ. 1. διαβαίνω, περνώ 2. φρ. «διεπεραιώθη ξίφη» τα ξίφη βγήκαν απ τις θήκες τους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”